Αναλυτική παρουσίαση των δημοσιευμάτων Α΄

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΗΜΟΥ-ΤΖΑΒΑΡΑ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΛΟΓΗ ΤΗΣ ΩΣ ΛΕΚΤΟΡΑ (1989-2005)

 

 

ΒΙΒΛΙΑ-ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ:

 

1. Anastasia Dimou-Tzavara: Phänomenologie der Aussage. Eine Untersuchung zu Heideggers existential-ontologischer Interpretation des Aristotelischen λόγος αποφαντικός. (= Φαινομενολογία της απόφανσης. Μία έρευνα στη Χαϊντεγγεριανή υπαρκτικο-οντολογική ερμηνεία του Αριστοτελικού όρου «αποφαντικός λόγος»). Διδακτορική διατριβή, Freiburg 1992.

Το φαινόμενο της απόφανσης κατέχει μια εξαιρετική θέση στη θεμελιώδη Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγγερ, μια θέση την οποία υποστηρίζει ο ίδιος λέγοντας ότι ο «λόγος» λειτουργούσε στην αρχαία Οντολογία ως μοναδικό οδηγητικό νήμα για την πρόσβαση στα όντα και για τον καθορισμό του Είναι των όντων. Ο ορισμός του χαρακτήρα των όντων βασίζεται στην κρίση που εκφέρουμε γι’ αυτά: οι δηλώσεις σχετικά με τα όντα είναι άμεσες ή έμμεσες αναφορές στον τρόπο ύπαρξής τους. Ο τρόπος της εκάστοτε δήλωσης δεν είναι τυχαίος· το γεγονός ότι διαλέγουμε τον τάδε τρόπο δήλωσης, είναι επακόλουθο του τι καταλαβαίνουμε κάθε φορά ως «Είναι». Αφετέρου η φύση του Είναι καθορίζει τον τρόπο δήλωσής της. Η εκφραζόμενη πρόταση ως τρόπος δήλωσης περιλαμβάνει στοιχεία γένους και είδους, τα οποία βοηθούν στη διατύπωση του ρεαλιστικά υπαρκτού Είναι. Στην αρχαία Οντολογία το ον νοήθηκε αποκλειστικά όσον αφορά την οντικότητά του, η οποία είχε το νόημα του ρεαλιστικού Είναι.

Συμμεριζόμενη την άποψη του Χάιντεγγερ, ότι ο αποφαντικός λόγος αποτέλεσε ένα κεντρικό τόπο για τα βασικά προβλήματα της αρχαίας Οντολογίας, θεώρησα αναγκαίο να εισδύσω έως τις ρίζες αυτής της προβληματικής. Επιχειρώντας να εξακριβώσω τον ρόλο, τον οποίο έπαιζε κάθε φορά ο αποφαντικός λόγος στην αρχαία οντολογική προβληματική, μελετώ το πώς χειρίστηκε ο Αριστοτέλης το πρόβλημα της πρότασης. Συγκεντρώνω λοιπόν το βλέμμα στον αριστοτελικό αποφαντικό λόγο, επειδή και ο Χάιντεγγερ άντλησε από αυτόν κατά μεγάλο μέρος στοιχεία για την οντολογική του πορεία. Δεν παραλείπω όμως σε ένα εισαγωγικό μέρος να ασχοληθώ επίσης με την Καντιανή αντίληψη γύρω από την πρόταση ως κρίση.

Η πρόταση λοιπόν (ο αριστοτελικός «λόγος αποφαντικός» και η καντιανή «κρίση») αποτελεί στην παραδοσιακή φιλοσοφία την περιοχή, στην οποία λαμβάνει χώρα ο καθορισμός του Είναι αλλά και των σχετικών βασικών εννοιών, που είναι η αλήθεια και ο κόσμος. Αυτή η περιοχή όμως φαίνεται να παρουσιάζει αδυναμίες σε ό,τι αφορά αυτόν το ρόλο της, εάν δούμε ότι η πρόταση (καθώς και οι ανθρώπινες ικανότητες που την δημιουργούν, δηλαδή η διανοητική και η λογική ικανότητα) είναι δευτερεύον φαινόμενο, δηλαδή έχει κατ’ ουσία τα θεμέλιά της σε κάτι άλλο: στην ύπαρξη του ανθρώπου, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι κατά τον Χάιντεγγερ η κατανόηση του Είναι. Δεν κατανοούμε το Είναι επειδή είμαστε σε θέση να φτιάχνουμε προτάσεις, αλλά αντίθετα η κατανόηση του Είναι αποτελεί συνθήκη για τη δυνατότητα οποιασδήποτε άλλης ανθρώπινης εκδήλωσης, ακόμα και της προτασιακής έκφρασης.

Η διδακτορική μου εργασία αποσκοπεί σε μία αναμέτρηση με την εξής χαϊντεγγεριανή πρόθεση: τα βασικά ερωτήματα της παραδοσιακής φιλοσοφίας σχετικά με το Είναι, την αλήθεια και τον κόσμο, να τεθούν εκ νέου, αυτή τη φορά μέσα από το πρίσμα της οντολογικής ανάλυσης του ανθρώπινου Είναι. Η μέθοδος της εργασίας είναι φαινομενολογική, κι έχει στόχο να διαλευκάνει την πεποίθηση του Χάιντεγγερ ότι ο αποφαντικός λόγος είναι ένα φαινόμενο παραγόμενο από κάτι πιο αρχέγονο, δηλαδή από την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί το Είναι.

 

2. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: Η κατανόηση ως ανοιχτότητα κατά τον Μάρτιν Χάιντεγγερ. Μονογραφία. Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα 1995, 87 σελίδες.

Αυτή η μονογραφία αναλύει την έννοια της κατανόησης στη φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγγερ. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού ακολουθώ τη φαινομενολογική μέθοδο με ένα διπλό νόημα: Αφενός υπακούω στις αρχές που έχουν θέσει οι αρχηγέτες του φαινομενολογικού κινήματος, δηλαδή αντιμετωπίζω τα δεδομένα απροκατάληπτα, κι έτσι οδηγούμαι στο πράγμα καθ’ εαυτό. Αφετέρου ακολουθώντας τα μεθοδολογικά αξιώματα του Μ. Χάιντεγγερ κάνω επανειλημμένα μια αποδόμηση των παραδοσιακών εννοιών, συγκρίνοντας τις έννοιες του Χάιντεγγερ με τις αντίστοιχες παραδοσιακές έννοιες του E. Husserl, του Im. Kant και του Αριστοτέλη, αναδεικνύοντας έτσι την εκάστοτε χαϊντεγγεριανή καινοτομία.

Τα συμπεράσματα αυτής της ερευνητικής εργασίας έχουν ως εξής:

1) Μολονότι ο Χούσσερλ επεξεργάζεται την κατανόηση ως βασικό στοιχείο του ανθρώπου, την εντάσσει στο πλαίσιο της συνείδησης νοούμενης ως ροής βιωμάτων: η συνείδηση μέσω της προθετικότητάς της είναι αυτή που κατανοεί τα όντα. Αντίθετα η κατανόηση στον Χάιντεγγερ δεν είναι ζήτημα συνειδησιακό: Είναι ένας τρόπος του ανθρώπινου υπάρχειν, με το νόημα ότι αφορά το ανθρώπινο δύνασθαι-Είναι ως τέτοιο. Ο άνθρωπος κατανοεί το Είναι των όντων, γι’ αυτό μπορεί να υπάρχει.

2) Το ανθρώπινο Είναι δεν αντιμετωπίζεται από τον Χάιντεγγερ ως πρόσωπο ή ως υποκείμενο, αλλά ως εκστατικότητα στον κόσμο, δηλαδή ως τόπος όπου λαμβάνει χώρα η αποκάλυψη του Είναι γενικά. Έτσι η ουσία της κατανόησης γίνεται ανοιχτότητα, χάρη στην οποία αποκαλύπτεται το Είναι.

3) Ποιος είναι ο τρόπος λειτουργίας αυτής της δυνατότητας για Είναι; Πρόκειται για τον αυτοσχετισμό, ο οποίος όμως δεν είναι η εγωιστική σχέση του ατόμου προς τον εαυτό του. Ανοίγοντας μια σχέση με τον «εαυτό του», ο άνθρωπος διανοίγει συγχρόνως τον ορίζοντα με την έννοια του κόσμου, ο οποίος του επιτρέπει να έρθει σε επαφή με άλλα όντα. Ο μη εγωιστικά αλλά ως μέριμνα νοούμενος αυτοσχετισμός αποβαίνει εδώ αυτοκατανόηση.

4) Το οντολογικό νόημα της αυτοκατανόησης είναι η ανθρώπινη χρονικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος δεν νοείται παραδοσιακά, αλλά ο άνθρωπος με το αυτοκατανοητικό του άνοιγμα στον κόσμο «χρονίζει» συνάμα τη ζωή του. Τούτο όχι επειδή η ζωή του περιέχει χρονικά τμήματα, αλλά επειδή η κίνηση, σύμφωνα με την οποία ζει κατανοώντας, εκκολάπτει καταστάσεις που αποτελούν απαραίτητη συνθήκη για τη δυνατότητα χρονικών τμημάτων.

5) Οι πρόσφατες ερμηνευτικές απόψεις δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον δυϊσμό γνωρίζειν-πράττειν, γι’ αυτό είδαν μια πρωτοκαθεδρία στο πρακτικό στοιχείο. Επειδή η χαϊντεγγεριανή ανοιχτότητα δεν συνδέεται με μια αυτοανασκόπηση αλλά πραγματώνεται μέσα από συνάντηση με άλλα όντα, θεωρήθηκε ότι έχει ένα πρακτικό χαρακτήρα. Η παγίδα, στην οποία έπεσαν οι ερμηνευτές, είναι ότι δεν ξέφυγαν από τον τρόπο σκέψης που λειτουργεί αντικειμενοποιώντας τα πράγματα. Έτσι πίστεψαν ότι βλέπουν στον Χάιντεγγερ ορισμένα πραγματιστικά μοτίβα, όπως: μέσο – σκοπός – μανία για επιτυχία κ.ά. Αγνόησαν όμως το υπερβατολογικό στοιχείο της χαϊντεγγεριανής εννοιολογίας, που αφορά τις εκστατικές, αυτοκατανοητικές και χρονικές συνθήκες για τη δυνατότητα τέτοιων μοτίβων και όχι τα ίδια τούτα μοτίβα.

 

 

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΜΕ ΚΡΙΤΕΣ:

 

3. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Η προέλευση του αθλητισμού και η αρχή της αποδοτικότητας». Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 16 (1999), σελ. 149-156.

Προτείνουμε τον ισχυρισμό: Ο αθλητισμός έχει την προέλευσή του στο παιχνίδι. Μέσω του αθλητισμού ο άνθρωπος αυτοπραγματώνεται. Στον ορίζοντά μας συμπεριλαμβάνουμε το κοινωνικό αίτημα για ολοένα ανώτερα επιτεύγματα, που συνοψίζεται στον όρο «αρχή της αποδοτικότητας». Αυτή η αρχή είναι ωστόσο αντίθετη από τον χαρακτήρα του παιχνιδιού, που είναι χωρίς σκοπιμότητα. Το παιχνίδι και ο αθλητισμός έχουν την καταβολή τους στην ουσία του ανθρώπου. Σύμφωνα με τις τρέχουσες θεωρίες υπάρχει μια «ορμή για ανταγωνισμό» που προκαλεί τον αθλητισμό. Όταν αυτή βρεθεί κάτω από την επιρροή της «αρχής της αποδοτικότητας» είναι φυσικό να λειτουργεί ως αρχή τόνωσης, ως αρχή αυτοσυγκρότησης του αθλητή.

 

 

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΚΡΙΤΕΣ:

 

4. Anastasia Dimou-Tzavara: «Die Bewegung des Seienden bei Heraklit» (= «Η κίνηση των όντων κατά τον Ηράκλειτο»). Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό: Im Gespräch. Diskussionsforum für politische und gesellschaftliche Probleme 3 (1989), σελ. 6-8.

Αυτό το άρθρο, καρπός της διάλεξής μου στο συνέδριο της Konrad-Adenauer-Stiftung που έλαβε χώρα στην Ακαδημία της Pfalz τον Δεκέμβριο του 1988 με θέμα «Ρυθμός και ζωή», είναι μια εύληπτη παρουσίαση της οντολογικής σκέψης του Ηρακλείτου. Σκιαγραφούνται βασικές έννοιες της ηρακλείτειας φιλοσοφίας, όπως η κίνηση, η ψυχή, ο λόγος, ο πόλεμος και η αρμονία. Επιχειρείται επίσης μια διαλεύκανση βασικών ερωτημάτων, όπως: Ήταν ο Ηράκλειτος σκεπτικιστής, όταν υποστήριζε τη ρευστότητα των πάντων; Αφορά η ηρακλείτεια κίνηση μόνο την περιοχή των αντικειμένων, ή μήπως αφορά ευρύτερα τον μεταβλητό χαρακτήρα του φυσικού και ψυχικού γίγνεσθαι; Πώς συναρτάται η καθολική μεταβλητότητα με την κοσμική τάξη και αρμονία; Πώς συμβιβάζεται η ενοποιητική τάση του ηρακλείτειου λόγου με τη διαφοροποιητική και καταστροφική τάση του πολέμου;

Η βασική θέση που εκτίθεται (στη σελ. 8) ως συμπέρασμα αυτού του κειμένου, διατυπώνεται ως εξής: «Η καθολική μεταβολή των όντων (δηλαδή το ρέειν) δεν είναι κατά τον Ηράκλειτο ένας χαοτικός διασκορπισμός, αλλά μια αρμονία, η οποία προκύπτει από την ενοποίηση των όντων πάνω στη βάση του νόμου, ο οποίος παρέχεται μέσω του λόγου».

 

 

5. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Η φαινομενολογική μέθοδος από τον Husserl στον Heidegger». Διάλεξη που δόθηκε τον Μάρτιο του 1993 στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ζήνων 13-17 (1992-1996), σελ. 185-190.

Το άρθρο έχει σκοπό να παρουσιάσει τις αλλαγές που επέφερε ο Χάιντεγγερ στην έννοια της φαινομενολογικής μεθόδου του Ε. Χούσσερλ. Στο άρθρο αυτό τονίζεται ιδιαίτερα η ιδέα της αναφορικότητας (Intentionalität), την οποία εισήγαγε ο Χούσσερλ. Αυτήν υιοθέτησε ο Χάιντεγγερ και την οδήγησε σε μια εξέλιξη με τη θεωρία του για την ενδοκοσμική σύσταση του ανθρώπου, της οποίας οι ρίζες φθάνουν μέχρι την υπερβατολογική σύσταση του Dasein, επειδή τούτο εξίσταται στον ορίζοντα του Είναι εν γένει, βάσει του οποίου αποκτά λόγο ύπαρξης το Dasein ως μέριμνα. Ο Χάιντεγγερ υιοθετεί επίσης ορισμένες χουσσερλιανές αρχές και τακτικές όσον αφορά τη διερεύνηση ενός φαινομένου, διαφοροποιείται όμως από εκείνον πάνω σε οντολογική βάση, η οποία υπαγορεύει το Είναι των εκάστοτε όντων και όχι αυτά τα ίδια ως χαρακτηρισμό του φαινομένου καθεαυτού. Το νέο σχεδίασμα της μεθόδου για την κατανόηση του Είναι από τον Χάιντεγγερ περιλαμβάνει τρία τμήματα απαραίτητα για τη σωστή προσέγγιση των φαινομένων (οποιασδήποτε επιστήμης), έτσι ώστε αυτά να ανταποκριθούν με ένα από-φαίνεσθαι του Είναι τους, που είναι η εκάστοτε λειτουργικότητά τους. Επειδή η φαινομενολογία δεν είναι μια ειδική επιμέρους επιστήμη αλλά μέθοδος, το άρθρο αυτό παρουσιάζει ένα νέο «εργαλείο» στην υπηρεσία της σκέψης, προκειμένου αυτή να ανιχνεύσει την αλήθεια στις διάφορες περιοχές του όντος.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥΣ ΤΟΜΟΥΣ:

 

6. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Υπαρξισμός». Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στον 22ο τόμο της Εκπαιδευτικής Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, ο οποίος έχει τίτλο: Φιλοσοφία και Κοινωνικές Επιστήμες, Αθήνα 1997, σελ. 388-390.

Στο άρθρο αυτό για τις φιλοσοφίες του υπαρξισμού αναφέρονται οι συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες που οδήγησαν τη συγκέντρωση του φιλοσοφικού στοχασμού (Κίρκεγκωρ, Γιάσπερς, Χάιντεγγερ, Σαρτρ, Γκ. Μαρσέλ κ.ά.) γύρω από την ύπαρξη του ανθρώπου σε αντίθεση με τις επικρατούσες κατευθύνσεις της κλασικής φιλοσοφίας ως αποκλειστικής θεραπαινίδας των αιώνιων αρχών και αληθειών. Με μότο το περίφημο «Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» μπαίνουν τα σπέρματα για νέες φιλοσοφικές κατηγορίες όπως: ύπαρξη, προβολή, εκλογή, αγωνία, ναυτία, επικοινωνία, αυθεντικότητα κλπ. Κεντρική ιδέα είναι η ύπαρξη ως απόλυτο γεγονός, το οποίο απαιτεί ως τρόπο συνειδητοποίησής του όχι πια τη συστηματική σκέψη (cogito) ή την αμφιβολία, αλλά βιώνεται μέσω της απελπισίας, της ναυτίας, του φόβου, της πλήξης, της αγωνίας. Τέτοιου είδους θεμελιώδεις, ακραίες καταστάσεις σηματοδοτούν μια ανακατάταξη των ιδεών στη φιλοσοφία, η οποία δεν οδηγεί απαραίτητα σε μυστικιστικά αδιέξοδα ή στον μηδενισμό. Οι παραδοσιακές γνωστικές μέθοδοι αναθεωρούνται.

Το άρθρο επισημαίνει τις διαφορές του υπαρξισμού από την ψυχολογία, καθόσον αυτός δεν ασχολείται με συγκεκριμένα αποβλεπτικά συναισθήματα όπως άγχος, φόβο, χαρά, λύπη κλπ., αλλά ενδιαφέρεται κυρίως για την κατανόηση των στοιχείων της ανθρώπινης ζωής από οντολογική άποψη. Τον χαρακτηρισμό «υπαρξιστής» αποποιούνται ο Γκ. Μαρσέλ και ο Μ. Χάιντεγγερ, ο οποίος αποκαλεί τον εαυτό του στοχαστή, διότι δεν επιθυμεί απλώς να «κάνει φιλοσοφία», αλλά να διανοίξει δρόμους προς την κατανόηση του Είναι εν γένει. Οι φιλοσοφίες του υπαρξισμού είχαν τεράστια επίδραση στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην παιδαγωγική επιστήμη καθώς και σε άλλες πνευματικές εκδηλώσεις του 20ού αιώνα.

 

 

7. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Die Entwicklung des Husserlschen Phänomenologie-Begriffes bei Heidegger» (= «Η εξελικτική πορεία της έννοιας της Φαινομενολογίας από τον Χούσσερλ στον Χάιντεγγερ»). Δημοσιεύτηκε στον τόμο: I. Markantonis – A. V. Rigas (Eds.): Qualitative Analysis in Human Sciences. New Perspectives in Methodology. «Mavrommati», Athens 1997, p. 117-121.

Το άρθρο αναλύει τη φαινομενολογική μέθοδο, όπως αυτή συνελήφθη από τον Edmund Husserl, και τις διαφοροποιήσεις που επέφερε ο Martin Heidegger προσαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο στη θεωρία του σχετικά με το Είναι.

 

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ:

 

8. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Οι προ-λογικές δομές του ανθρώπινου Είναι κατά τον Χάιντεγγερ». Επιστημονική ανακοίνωση στο 7ο Διεθνές Συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Ελληνικής Φιλοσοφίας με θέμα: «Φιλοσοφία του Λόγου» (Σάμος, 20-27 Αυγούστου 1995). Δημοσιεύτηκε στα πρακτικά του Συνεδρίου με επιμέλεια Κωνσταντίνου Βουδούρη, Αθήνα 1996, σελ. 42-51.

Ο όρος «προ-λογικές δομές» μάς οδηγεί σ’ εκείνη την περιοχή του ανθρώπινου Είναι, όπου λαμβάνουν χώρα οι θεμελιωτικές λειτουργίες, των οποίων αποτέλεσμα είναι αυτό που ονομάζουμε «γλωσσική έκφραση». Το φαινόμενο «ομιλία» στον Χάιντεγγερ απέχει από την αντίληψη της παραδοσιακής φιλοσοφίας ότι ο λόγος είναι η έκφραση με λέξεις. Έτσι, στην παρούσα εισήγηση δεν θίγονται τόσο οι βιολογικές λειτουργίες που οδηγούν στο φαινόμενο της λεκτικής έκφρασης ή οι καθιερωμένες λογικές δομές, όσο οι λειτουργίες που έχουν σχέση με τη γενικότερη κατάσταση του ανθρώπου ως εδωνά-όντος στον κόσμο. Η «συνειδητοποίηση» αυτού του γεγονότος περνά μέσα από στάδια που παρέχουν μια αποκάλυψη, σε σχέση με την οποία η έκφραση με λέξεις είναι πλέον το απαύγασμα όλων των προειρημένων λειτουργιών, λαμβανομένης υπ’ όψη και της σωματικότητας που ανήκει στον άνθρωπο.

Συγκεφαλαιωτικά μπορεί να ειπωθεί ότι οι έννοιες «προ-λογική δομή» στον Χάιντεγγερ σημαίνει: Α) εκείνη την αποκαλυπτικότητα (δηλώνειν) του ανθρώπινου Είναι, που συμβαίνει χάρη στην ομιλία. Β) εκείνη την αποκαλυπτικότητα ως εκφραστικότητα, η οποία παρέχεται μέσω της ερμηνευτικής διαμόρφωσης του ανθρώπινου Είναι ως μες-στον-κόσμο-Είναι.

 

 

9. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Τα αριστοτελικά θεμέλια της σημερινής αντίληψης περί τέχνης και τεχνικής». Επιστημονική ανακοίνωση στο 7ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φιλοσοφίας με θέμα «Τεχνική και αξίες» (Πάτρα, 24-26 Νοεμβρίου 1995). Δημοσιεύτηκε στα πρακτικά του Συνεδρίου, με επιμέλεια του καθηγητή Αύγουστου Μπαγιόνα και του επίκουρου καθηγητή Χρήστου Τερέζη, στις «Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών», Πάτρα 1997, σελ. 76-82.

Ένας σημαντικός αριθμός φιλοσόφων της τεχνολογίας υποστηρίζει ότι στη σύγχρονη εποχή η επιστήμη συνεργάζεται στενά με την τεχνολογία σε αντίθεση προς την αρχαιότητα, κατά την οποία η τέχνη εξέφραζε καθαρά τεχνικές και με πολύ στενή έννοια νοούμενες παραγωγικές διαδικασίες μεταβλητών πραγμάτων, δηλαδή εξέφραζε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «κατασκευαστική μαστοριά». Αυτή η θεώρηση τοποθέτησε την τεχνολογία σε υποδεέστερη θέση από την επιστήμη, η οποία ήταν η δυνατότητα αναγνώρισης και απόδειξης των απόλυτων, αιώνιων και αμετάβλητων ουσιών. Εμείς προσπαθούμε να δείξουμε ότι η τέχνη στον Αριστοτέλη κατ’ αρχάς διαφέρει από αυτό που ονομάζουμε «τυχαιότητα» και μοιάζει περισσότερο με την επιστήμη. Αυτό τεκμηριώνεται από την αριστοτελική Ποιητική και Ρητορική, όπου η τέχνη δεν διαφέρει από τη θεωρητικοποίηση των γνώσεων. Επίσης εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στην έννοια του λογίζεσθαι ερμηνευμένου ως υπολογισμού, έννοια κεντρική στις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Αριστοτέλη σχετικά με την «τέχνη», και η ανάλυση της οποίας αναδεικνύει απτά την τέχνη ως διαζευγμένη από την έννοια της τυχαιότητας.

Εδώ αποδεικνύουμε ότι ακόμα και στην αριστοτελική αντιμετώπιση αυτών των τομέων δεν υπάρχουν στεγανά, πολύ περισσότερο μάλιστα γίνεται προσπάθεια να φανεί ότι ο δεσμός της επιστήμης με την τέχνη, που τόσο διατυμπανίζεται σήμερα, υπάρχει ήδη στην αρχαιότητα.

Η τέχνη σύμφωνα με τον Αριστοτέλη πηγάζει από τη σοφία. Εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς της διαφέρει από την απλή εμπειρία, γιατί γνωρίζει το διότι των αντικειμένων και γι’ αυτό είναι διδακτή.

 

 

10. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Logos and Production in the Aristotelian Conception of the Craft» (= «Λόγος και Παραγωγή στην Αριστοτελική Αντίληψη περί Τεχνικής»). Επιστημονική ανακοίνωση σε διεθνές σεμινάριο με θέμα: Τεχνολογία και γνώση: Φιλοσοφικές και Κοινωνιολογικές Διερευνήσεις. Ρέθυμνο Κρήτης, 17-18 Οκτωβρίου 1996.

Εδώ προσεγγίζω τον λόγο και τη σχέση του προς την έννοια της παραγωγής. Προς τούτο είναι αναγκαίο να γίνει μνεία της αριστοτελικής θεωρίας περί της ουσίας, καθώς και του εννοιολογικού ζεύγους δύναμις-ενέργεια. Κυρίως όμως δείχνω τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται ο λογισμός, το λογίζεσθαι, που συνίσταται στην αναζήτηση μέσων και από αυτόν προκύπτει η παραγωγή.

Παίρνοντας ως βάση τον αριστοτελικό ορισμό της τεχνικής: «έξις τις μετά λόγου αληθούς ποιητική» (Ηθικά Νικομάχεια Ζ 4, 1140a 20-21), διερευνώ αρχικά το φαινόμενο του λόγου. Εδώ ο λόγος δεν είναι η προφορική ομιλία ή έκφραση, αλλά ως μέρος της τεχνικής δικαιολογεί την ύπαρξη των τεχνικών έργων, εξηγεί την εφαρμογή συγκεκριμένων τεχνικών και σηματοδοτεί την αναζήτηση μέσων για την επίτευξη πρακτικών σκοπών.

Ο λόγος σ’ αυτή τη συνάφεια έχει δύο σημασίες: Α) ο «λόγος ο άνευ ύλης», δηλαδή αυτό που έχει κατά νου ο τεχνίτης ως προσχέδιο, πριν το πραγματοποιήσει. Β) Ο λόγος ως τεχνικός λογισμός που συνίσταται στην αναζήτηση μέσων και στον υπολογισμό. Με αφορμή αυτόν τον λόγο αναπτύσσεται η παραγωγική δραστηριότητα.

Ο λόγος αναδεικνύεται ως εκείνο το στοιχείο, που διαφοροποιεί την τεχνική παραγωγή από τη φυσική γέννηση. Ενώ κατά τη φυσική γέννηση προκύπτει κάτι από μια ομοειδή φύση («άνθρωπος άνθρωπον γεννά»), στην τεχνική παραγωγή προηγείται κάτι ετεροειδές, δηλαδή το έλλογο προσχέδιο που έχει κατά νου ο τεχνίτης και ο τεχνικός λογισμός και υπολογισμός του. Σημαντικές στη σκέψη του Αριστοτέλη, με βάση τις οποίες οδηγείται στην υποστήριξη των ανωτέρω, είναι οι έννοιες «δυνάμει» και «ενεργεία» καθώς και η αρχή ότι εκ του μηδενός είναι αδύνατο να παραχθεί κάτι.

 

 

11. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Στοιχεία φαινομενολογικής μεθόδου στην παιδαγωγική έρευνα». Επιστημονική ανακοίνωση στο 12ο Συνέδριο της Διεθνούς Εταιρείας Παιδαγωγικής Έρευνας (W.A.E.R.). Ρέθυμνο Κρήτης, 8-12 Μαΐου 1997.

Ένα από τα προβλήματα, που καλείται να λύσει η παιδαγωγική έρευνα, αφορά τη σχέση του ανθρώπου με τον άνθρωπο και ειδικότερα του Εγώ με το Εσύ. Όπως είναι γνωστό, ένα από τα στοιχεία της φαινομενολογικής μεθόδου είναι η μη αποδοχή του διαχωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου και η αντικατάστασή του από μια ενιαία θεώρηση που ορίζεται ως κατανόηση. Έτσι αυτή η μέθοδος αποποιείται την τάση των θετικών επιστημών να οδηγούνται πάντα σε «αντικειμενικά» αποτελέσματα. Για να πετύχει ένα δια-υποκειμενικό τρόπο έρευνας η φαινομενολογία αντλεί ένα στοιχείο από την παιδική ψυχολογία που χαρακτηρίζεται ως «διαπεραίωση» και που παρατηρείται στους πρώτους μήνες της ανάπτυξης του βρέφους ως μη σαφής οριοθέτηση του Εγώ και του Εσύ. Τίθεται βέβαια τότε το ερώτημα, πώς είναι δυνατό να εφαρμοστεί μια τέτοια μη οριοθέτηση στην παιδαγωγική έρευνα.

 

 

12. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Η ταυτότητα της Ψυχολογίας μέσα από την φιλοσοφία της ύπαρξης. Φαινομενολογική προσέγγιση». Επιστημονική ανακοίνωση στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 29-31 Μαΐου 1997.

Η φιλοσοφία της ύπαρξης έχει μελετήσει μεταξύ άλλων τον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, που ως γνωστόν εμπίπτει επίσης στο ενδιαφέρον της ψυχολογίας. Αυτά που η ψυχολογία εξετάζει κατά τρόπο αποσπασματικό και εξειδικευμένο, η φιλοσοφία της ύπαρξης τα εντάσσει στην έννοια του ανθρώπινου υπάρχειν και γενικότερα του κόσμου, όπου ζει ο άνθρωπος. Πρόκειται – σύμφωνα με τη φαινομενολογική σχολή – για βιωματικά φαινόμενα, που μπορούν να προσεγγισθούν μέσα από μια μη-εμπειρική αποστασιοποίηση («ειδητική αναγωγή»), της οποίας βασικό επίτευγμα είναι η σύλληψη του συνόλου των φαινομένων ως ενός «κόσμου ζωής» (Lebenswelt). Από εδώ η ψυχολογία μπορεί να αντλήσει μια θεμελιωμένη συνάφεια φαινομένων, ως προ-εμπειρική προϋπόθεση της κατεξοχήν εμπειρικής (δηλαδή περιγραφικής και πειραματικής) ψυχολογικής επεξεργασίας.

 

 

13. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Γλώσσα και αυτιστικά παιδιά». Επιστημονική ανακοίνωση στο Συνέδριο Ειδικής Αγωγής που διοργανώθηκε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, 12-14 Μαΐου 2000, με θέμα: «Τάσεις και προοπτικές Αγωγής και Εκπαίδευσης των Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες στην Ενωμένη Ευρώπη σήμερα». Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του Συνεδρίου, με επιμέλεια του Αντώνη Κυπριωτάκη, σε έκδοση του Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2000, σελ. 453-458.

Η ανακοίνωση προτείνει μια καινοτόμο θεώρηση του αυτισμού βασισμένη σε σύγχρονες γλωσσικές-νοητικές προϋποθέσεις («προ-λεκτικές δομές» κατά τον M. Heidegger) σε συνδυασμό με τα ψυχολογικά πορίσματα του νευροψυχίατρου Joseph LeDoux.

 

 

14. Αναστασία Δήμου-Τζαβάρα: «Η δομή της αληθινής απόφανσης στον Αριστοτέλη κατά τον Χάιντεγγερ». Επιστημονική ανακοίνωση στο 12ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Φιλοσοφίας, 19-26 Αυγούστου 2000. Δημοσιεύτηκε στον τόμο: Κ. Βουδούρης (εκδ.): Ελληνική Φιλοσοφία και Γνωσιοθεωρία. Αθήνα 2001, σελ. 63-70.

Το άρθρο θέτει ως προϋπόθεση ότι η αριστοτελική έννοια της αληθινής απόφανσης δεν θα εξεταστεί λογικά, αλλά οντολογικά, αφού ο Χάιντεγγερ ενδιαφέρεται να αντλήσει από αυτή την έννοια δομικά στοιχεία, τα οποία θα αποδώσει στο αρχαιοελληνικά νοούμενο Είναι. Ο αριστοτελικός τύπος της απόφανσης είναι: κάτι ως κάτι (Υποκείμενο – Συνδετικό ρήμα – Κατηγορούμενο). Μέσω αυτού του τύπου ορίζεται λεκτικά το Είναι και ειδικότερα οι 10 αριστοτελικές κατηγορίες. Ο Χάιντεγγερ ασκεί σ’ αυτή την αντίληψη μια πολύπλευρη κριτική: α) Ο λόγος αντιμετωπίζεται οντικά, σαν ένα παρευρισκόμενο ον. Έτσι χάνεται η αρχέγονη επαφή με τα όντα και ακόμα περισσότερο με το Είναι τους. β) Με την αριστοτελική έμφαση στο εμπειρικό λέγειν παραμελείται το θεμέλιο αυτού του λέγειν, που είναι η κατανόηση ως ανοιχτότητα στο Είναι. γ) Η ανά τους αιώνες διαμορφωμένη πεποίθηση ότι η αριστοτελικά νοούμενη πρόταση είναι ο αυθεντικός τόπος της αλήθειας, έχει εν μέρει δίκιο, επειδή ο Αριστοτέλης θίγει ελάχιστα την ίδια την αλήθεια («αληθεύειν») κατά το μέτρο που την συμπαραθέτει με το ψεύδεσθαι. Είναι γνωστό ότι ο Χάιντεγγερ αναζητά και ανακαλύπτει ένα πολύ πιο αρχέγονο «τόπο» της αλήθειας, που είναι η οντολογική δυνατότητα του ανθρώπου να ανακαλύπτει το Είναι των όντων. δ) Για το ότι ο Αριστοτέλης υπονοούσε τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα του ανθρώπινου λέγειν, έστω και αν δεν τον εξήγησε ρητά, παρέχεται ως τεκμήριο το επίθετο «αποφαντικός» (λόγος), που δηλώνει ακριβώς αυτή την αποκαλυπτική ικανότητα του ανθρώπου.

Ωστόσο δεν συμφωνούμε απόλυτα με τον όρο του Χάιντεγγερ «αποκαλύπτω», επειδή πιστεύουμε ότι στο προαναφερθέν «αληθεύειν» δεν υπάρχει σκόπιμη δράση. Στην αποφαντική πρόταση εκθέτονταν πραγματικά γεγονότα που γίνονταν φανερά αφ’ εαυτών, και όχι αυτά που ήταν φανερά, κρύφτηκαν και μετά ξαναφανερώθηκαν.

 

 

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ:

15. Martin Heidegger: «Το φαινόμενο του χρόνου από φυσική και φιλοσοφική άποψη». Μετάφραση Αναστασίας Δήμου-Τζαβάρα. Ευθύνη 351 (2001), σελ. 115-116. (Πρόκειται για απόσπασμα από το βιβλίο του M. Heidegger: Zollikoner Seminare).